Thursday 16 June 2011

Τα παιδιά της γειτονιάς μου


Ένα πράγμα που νιώθω ότι μου λείπει εδώ είναι το αίσθημα της γειτονιάς. Τζείνη η ανεμελιά, η ασφάλεια, τζιαι η ζεστασιά που φέρνει μαζί της η γειτονιά. Τωρά κοινωνιολογικά δεν θα κάτσω να το αναλύσω. Μια πολύ πρακτική αιτία όμως είναι ότι εδώ ο ήλιος είναι σπάνιος και γειτονιά χωρίς ήλιο δεν γίνεται. Μια δεύτερη αιτία είναι πως εδώ έχει κόσμο που δεν ανέχεται να παίζουν μάππα έξω που το σπίτι του και κολλούν πόξω που τα σπίθκια τους τζιαι ταμπέλλα άπαξ τζιαι φκουν οι ίδιοι να κάμουν την παρατήρηση. Α! Έχει και μια τρίτη αιτία. Εδώ δεν έχει αλάνες (ούτε αλανιάρηδες). Έχει πολιτισμένα πάρκα όπου παίζεις πολιτισμένη μάππα και όχι πελλάρες με τα χώματα.



Υπάρχουν όμως πάντα οι φωτεινές εξαιρέσεις κι αυτή την βδομάδα ήταν δύο. 1. Το παναϋρι της γειτονιάς και 2. Τα παιδιά της γειτονιάς. Το παναϋρι της γειτονιάς ήταν εντάξει. Δεν είχε καζαντί, ούτε σιουσιούκκους, ούτε σίταρο, ούτε παμπάτζι. Τα δύο τελευταία σκέφτουμαι να τα εντάξω του χρόνου και είμαι σίγουρη ότι θα κάνουν θραύση. Αλλά όπως και να'χει ήταν μια σύναξη. Είχε διάφορους: από σκουλαρικάες που επουλούσαν μασκαραλλικούθκια μέχρι τον άντρα της σπιτονοικοκυράς μας με το κουστουμούδιν του και τα μπαλονάκια του που εδιαφήμιζε το κέντρο υγείας του. Είχε και φαί. Αλλά τα γνωστά: ασιατικά και μεσογειακά (στα τελευταία βασικά εντάσσονται τα φαλάφελ, το χούμους, και η σαλάτα ταμπούλι). Αυτά. Αλλά όπως είπα, ήταν μια χαλαρή σύναξη που ελάμβανε χώρα σε 2 δρόμους τις γειτονιάς μας. Ήβραμε τζιαι γνωστούς.



Μεσ' τους γνωστούς μας ήταν και τα παιδιά της γειτονιάς. Δύο είναι τα παιδιά της γειτονιάς. Ένα παλλικαρούδιν και μια παλλικαρούδα. Μάλλον αδέρφια. Εμείς ξέρουμε το παλλικαρούδιν δηλαδή αλλά στο παναϋρι εγνωρίσαμεν και την αφελφή. Τούτον τον μιτσή είδαμεν' τον για πρώτη φορά να είναι ανάμεσα στα άλογα στο λιβάδι δαμέ δίπλα (ναι, έχουμε λιβάδι δαμέ δίπλα). Εβάσταν μιαν μπουκάλαν νερόν όφκερην τζιαι το άλογο επροσπαθούσε να πιει που μέσα το καημένο και δεν έβρισκε νερό. Τον μιτσή δεν εφαίνετουν να τον επολυαπασχολούσε αυτό που εβασάνιζε το άλογο (το οποίο άλογο εκατάληξε να γλύφει το στούπωμα της μπουκάλας για να βρει νερό). Ο μιτσής ήταν πραγματικά περικυκλωμένος που άλογα και ήταν άνετος (έως αδιάφορος). Επήαμεν κοντά του. Μας τα εσύστησε. Άνετος. Είπεν μας δυο τρία πράματα. Δεν εκάμναν ούλλα νόημα. Δεν εμίλαν τζιαι πολλά. Αλλά άρεσκεν του που είμασταν τζιαμαί, ήταν φανερό. 



Που τζείνη την μέρα τον μιτσή θωρώ τον παντού μεσ' τη γειτονιά. Κατ' ακρίβεια προ-μιτσή τη γειτονιά δεν την ελαλούσα γειτονιά. Κάθεται πάσ' τους καλάθους των αχρήστων με τους άστεγους του δρόμου, πιάννει κουβέντα με τους πελάτες των εστιατορίων και των μπαρ κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, ήταν φυσικά παρών στον παναϋρι.. .και τον βρίσκει κανείς αρκετά τακτικά μαζί με τα άλογα που τους έδωσε ονόματα και είναι γι αυτό δικά του. Φιγούρα γραφική, που με 'κανε να νιώσω ξανά εκείνο το αίσθημα της γειτονιάς: ζεστασιά, ασφάλεια, και προπαντός ανεμελιά.