Thursday 20 January 2011

Για τους παράξενους, ξανά..

Εσυγκίνησεν με τον ποστ της Ρυκινούλας πολλά. Μπορεί να'ν επειδή είμαστε φίλες τζιαι ξέρω πως τα λαλεί τούτα που λαλεί και πόσο τα εννοεί. Ξέρω τζιαι από που έρχεται επίσης - επεράσαμε μαζί τα προπτυχιακά μας χρόνια και μαζί με το άλλο μας τρίτο εσκεφτήκαμεν, επροβληματιστήκαμε για διάφορα τζιαι ενίοτε επράξαμεν τζιαι κάποια.

Το μάθημα της κλινικής που ασχολείται με ούλλους τους strange είναι το αγαπημένο της συντριπτικής πλειοψηφίας των νεοεισερχόμενων φοιτητών ψυχολογίας. Γιατί; Τι έχουν οι παράξενοι τζιαι που την μιαν μας ελκύουν τζιαι που την άλλη μας απωθούν; Τι έχουν τούτοι οι παράξενοι που μας κάμνει περίεργους, απεγνωσμένους για μιαν ταμπέλα, μια περιγραφή, έναν κατάλογο με χαρακτηριστικά να τικάρουμε για να τους διαγνώσουμε. Να τους διαγνώσουμε για να μεν είναι πλέον παράξενοι και μας φοβίζουν. Θέλουμε να εξηγήσουμε την παραξενιά, να την αποδώσουμε σε κάτι - για να ησυχάσουμε.

Γιατί; Ίσως η απάντηση βρίσκεται στο τραγούδι που πάλι η Ερυκίνη ανέβασε. Το when people are strange των doors. Λένε οι the doors: People are strange, when you are a stranger, faces look ugly when you are alone. Οι άνθρωποι είναι παράξενοι, όταν είσαι ξένος. Τα πρόσωπα φαίνονται άσχημα, όταν είσαι μόνος. Μέσα σε δύο στίχους νιώθω πως βρίσκω αλήθειες. 

Εξηγούμαι. Όσο περνά ο καιρός τόσο πιο έντονα πιστεύκω ότι παράξενα και φοβιτσιάρικα είναι μεν όσα δεν καταλαμβαίνουμε αλλά κυρίως τα όσα δεν μπαίνουμε στον κόπο να καταλάβουμε. Επαφή, επαφή. Υπάρχουν μυριάδες λόγοι για τους οποίους δεν γίνεται η επαφή με το ξένο, κάποιοι βρίσκονται εντός μας και άλλοι είναι πιο εξωγενείς. Κάποτε η επαφή απλά είναι απαγορευμένη, όπως ας πούμε οι γονείς δεν αφήνουν την κόρη τους να μιλήσει με τον αλήτη τον μιτσή που καπνίζει που τα 13 του. Κάποτε (λένε) είναι παρωχημένη και αχρείαστη, όπως η επαφή τουρκοκυπρίων/ ελληνοκυπρίων. Κάποτε μας δημιουργεί πολλύν άγχος μόνο η ιδέα της, τζιαι έτσι δεν καϊλίζουμε να δώκουμεν μέσα. Κάποτε, απλά δεν σκεφτόμαστε ότι είναι αναγκαία, ή έστω ότι εννα' ταν καλό αν εγνωρίζαμε: τον τουρκοκύπριο, τον λαθρομετανάστη, τον αιτητή πολιτικού ασύλου, τον σχιζοφρενή, τον καταθλιπτικό, τον γκέι, τον μαύρο, τον όποιον θεωρούμεν παράξενο τελοσπάντων. 

Δεύτερη αλήθεια. Faces look ugly when you are alone.Είναι η κλασσικούρα, ότι αν δεν νιώσεις πρώτα καλά με τον ευατό σου τίποτε δεν σε σώζει, ούτε εσένα, αλλά ούτε και τους άλλους τους κακόμοιρους γυρώ σου. Όλους τους άλλους που τους βλέπεις άσχημους, επειδή νιώθεις άσχημα, που τους υποψιάζεσαι συνέχεια γιατί δεν εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου, που τους μισάς γιατί δεν αγαπάς εσένα. Ξένε, μόνε άνθρωπε.

Monday 17 January 2011

Ω! Κυπραίε (1)



Ήρθε και έφυγε και το ταξίδι στην Κύπρο. Κάποιοι βασανίστηκαν για να πάνε στο νησί και κάποιοι δεν έφτασαν καν στην ώρα τους. Μεγάλο πράγμα τα Χριστούγεννα τζιαι οι γυρώ γιορτές στην Κύπρο. Οικογενειακές όσο δεν φαντάζεται κανείς και αρκετά τυποποιημένες. Δεν είναι μόνο η Κύπρος έτσι όμως. Πολλοί ανθρώποι, πολλών εθνικοτήτων αρέσκονται σε αυτή την ειδική ρουτίνα των γιορτών.

Πάντως με το που μπαίνεις στην Κύπρο ο κοψονούρης ο Κυπραίος φαίνεται που το μίλι. Ο ένα ο τύπος στο αεροδρόμιο ας πούμε εσίνιαρε ότι το μέγεθος της εισδοχής 2ευρων στα καροτσάκια του αεροδρομίου Λάρνακας θα έκαμνε τζιαι για τες δύο πέννες τις Αγγλικές. (2 πέννες αξίζουν πιο λίο που 5 σεντ τ’ ευρώ) γι’ αυτόν ο τύπος βάλλει τις δύο πέννες τους τις οποίες μάλιστα δανείστηκε από μένα επήεν εμετέφερε τες βαλίτσες του τζιαι μετά δεν ασχολήθηκε να πάρει το καρότσι πίσω αφού τις δύο τις πέννες δεν τις ήθελε (ούτε και ένιωθε και καμιά τύψη να μην τις επιστρέψει σ’ αυτόν που τις πρόσφερε). Ούτε δηλαδή πως το όλο νόημα του να αφήνεις ενέχυρο 2 Ευρώ είναι το να μην εξαφανίζονται πέρα δώθε τα καροτσάκια. Τζιαι είπεν μου το τζιόλας. Βάλλε δύο πέννες, να μην έχεις και την έγνοια να επιστρέψεις το καροτσάκι.

Πάλε στο αεροδρόμιο, είχε μια γιαγιά που ταξίδευε μόνη της και το προσωπικό εδάφους της παρείχε τις υπηρεσίες που δικαιούται ή που ζήτησε. Σαν επερίμενε τις τσέντες της να φανούν πασ’ το κολάνιν άνοιξεν η γλώσσα της και ακούσαμε την ιστορία της ζωής της. Πόσα χρόνια ζει στο Λονδίνο, τι κάμνει ο μοναχογιός της, ότι έχει διαμέρισμα στο σέντρα λάντο κτλ.  Η αφήγηση πάντως εξεκίνησε με την ανησυχία της ότι κάποιος έπιασε την τσάντα της τζιαι εξαφανίστην. Τι φοβία πάντως και τούτη…Πολλά κοινή. Η φοβία ότι ο άλλος θα σου την φέρει με κάποιο τρόπο. Και σκέφτομαι: θα φοβόμασταν τόσο αν δεν εκάμναμε και εμείς τα ίδια;

Είναι όπως τον άλλο τον τύπο (παππούς δηλαδή αυτός) που μας έλεγε για τη σειρά στα νοσοκομεία και πόσο τον εκνευρίζει να του πιάνουν την σειρά του, οι άλλοι οι σιεηττάνιες ή οι βολεμμένοι που τα’ χουν καλά με τους γιατρούς. Αλλά μετά μας περίγραψε με περηφάνια πως  ο γιατρός ο τάδε του είπε να κτυπήσει την πόρτα του και να παίξει πελλόν αν τον ρωτήσει κανένας.

Η ίδια συμπεριφορά και μεσ’ τον δρόμο. Δεκαθκιάζεις τζίνον που σου παίζει πουρού σαν ανάφκει το πορτοκαλλί πριν το πράσινο για να πάεις επιτέλους, αλλά 3 λεπτά αργόττερα κάμνεις το ίδιο. Το ίδιο τζιαι στις δουλειές, που απεχθάνεσαι τους έχοντες μέσο, αλλά εσύ δεν θα’λεγες όχι. Και στο μούχτιν είμαστεν πρώτοι και στα ξοθκιάσματα το ίδιο.

Έτσι ο Κυπραίος. Πελλός, σιεηττάνης, μονοκόμματος τζιαι όμως διπλωμάτης μούρλια άμα λάχει. Τον αναγνωρίζεις με τον που πατάw το πόιν σου στη νήσο. Τον νεκατσιάς τζιαι τον αγαπάς τζιαι τον ξαναθυμάσαι συνάμα. Σαν να μεν επέρασεν ούτε μια μέρα.