Tuesday 14 December 2010

Το αμήν που σε σώζει

Περνά ο καιρός και δαμέ όπως περνά κι αλλού. Σήμερα διάβαζα ότι οι μετεωρολόγοι προβλέπουν Χριστούγεννα λευκά (πάλι). Είχε τσάνς να προβλέψουν τίποτε άλλο; (σκέφτουμαι)... Πουλούν τα λευκά Χριστούγεννα, πουλούν. Έχει κίνηση στους κύριους δρόμους, κυρίως το Σαββατοκυρίακο αλλά και ωσότου να κλείσουν τα καταστήματα τις καθημερινές. Κάποιοι με ρωτούν αν έκαμα τα Χριστουγεννιάτικα ψώνια μου κι εγώ διερωτώμαι τι εν τούτα. Δεν ξέρω για τους υπόλοιπους Κυπραίους αλλά στην οικογένεια μου δεν είχαμε και πολλά τούτη τη συνήθεια του ‘γοράζουμε ο ένας στον άλλο δώρα – ακούεται τζιαι λίο αστείο να ζητώ που την μάμα μου λεφτά, να της κάμω δώρο-. Νομίζω και με τους κοντινούς μου ανθρώπους στην Κύπρο, είναι το ίδιο. Τέλος πάντων, έπιασα κι εγώ την μάμα μου τηλέφωνο να την ρωτήσω αν θέλουν τίποτε. Να γίνω και ‘γω χρήσιμη τα Χριστούγεννα. Ξέρω ΄γω μπορεί να κάμω και ΄γω Χριστουγεννιάτικα ψώνια τελικά. Μην κόψουμε και πίσω.

Όσο απέχω από τα Χριστουγεννιάτικα ψώνια τόσο απέχω από διάφορες Χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις, από τα διάφορα φανφέαρς και πάρτια μέχρι τις νηστείες και τα διάφορα γνωστά, βαθύτατα χριστιανικά. Ε, τις προάλλες εβρέθηκε μια γνωστή γνωστής με Χριστουγεννιάτικο δώρο ένα εισιτήριο για Κρίστμας κάρολς υπό το φως των κεριών σε ένα από τα πιο όοομορφα τσάπελς της πόλης. Δώρο είναι. Το δέχεσαι.  Επήα να ακούσω κι εγώ τα όμορφα (είναι η αλήθεια) μελοποιημένα Χριστιανικά άσματα που τα στόματα των μικρών αγοριών με τις λεπτές λεπτές φωνές, τις καλοδουλεμένες, τις τόσο πειθαρχημένες, τις τόσο σωστές.

Κάπου στην αρχή της όλης φάσης, εφκήκε και ο αρχηγός της υπόθεσης να μας διαβάσει και την προσευχή. Έπρεπε να συμμετέχουμε κι εμείς, οκ βασικά έπρεπε να σταθούμε, να πούμε μαζί του το Πιστεύω (στα αγγλικά) και να πούμε και Αμήν στο τέλος. Είχαμε και το κείμενο μπροστά μας. Και διαβάζει: …les us at this time remember in his name the poor and the helpless, the hungry and the oppressed, all victims of war, the sick and those who mourn, the lonely and the unloved, the aged and the little children, and all those who love not the Lord Jesus, or who know him not, or who by sin have grieved his heart of Love..

Πως σας ακούεται; Εμένα μια χαρά. Έβαλεν’ τους ούλλους μέσα. Απλά ρε κουμπάρε μου. Έβλεπα γυρώ μου. Έχει μέσα υποκρισία το πράμα. Που ούλλους εμάς που ελουστήκαμεν, εντυθήκαμεν και εβάλαμεν τα καλά μας και ξαπολύσαμεν τα Χριστουγεννιάτικα ψώνια που λέγαμε για να’ ρθουμε να πούμε το πάτερ ημών τζιαι να ακούσουμε τους μιτσιούς. Υποκρισία που τούτους που την επόμενη μέρα ψηφίζουν να συνεχιστεί ο ένας πόλεμος ή ο άλλος (και μετά προσεύχονται για τα war victims), που τούτους που δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στον Μπερλουσκόνι (και μετά προσεύχονται για τους φτωχούς), που τους τύπους με τις πόρσε (που μετά προσεύχονται με ευλάβεια για του κόσμου τους αβοήθητους), που τούτους που λαλούν να φύουν ούλλοι οι μετανάστες – ιδίως οι μουσουλμάνοι (και μετά προσεύχονται για τους όσους δεν αγαπούν τον Ιησού Χριστό).

Υποκρισία όμως και για όσους εμάς είμαστε lonely and unloved και δεν το ξέρουμε ή ποτέ δεν το παραδεχθήκαμε. Εν τυχαία που οι αυτοκτονίες, οι καταθλίψεις και τα άλλα κακά αυξάνονται κατακόρυφα τα Χριστούγεννα; Δεν έχω στοιχεία, αλλά νομίζω αρκετοί που τούτους που φτάνουν σε ένα αδιέξοδο ναδίρ τα Χριστούγεννα υπήρξαν μέλη του ποιμνίου και πως προσευχήθηκαν, ή προσεύχονται ακόμα για τους lonely and unloved. Ρε άνθρωπε, σάσε πρώτα τα μέσα σου. Δε να σταθείς στα πόθκια σου, τζιαι μετά σώσε τζιαι τον κόσμο. Με τις προσευχές αλλά κατά προτίμηση με τις πράξεις σου.

Monday 6 December 2010

Αφιερωμένο

Το σημερινό ποστ είναι αφιερωμένο στα μαυρούθκια και τις μαυρούδες της Κύπρου που σου καθαρίζουν το σπίτι, που σου πλένουν τα πιάτα, που σου βάζουν πλυντήριο, που απλώνουν και καλοσιδερώνουν τα ρούχα σου. Που βγάζουν το σκύλλο σου περίπατο όταν εσύ δεν έχεις όρεξη, που σε ταϊζουν μαγειρεύοντας τα πιάτα όπως εσύ, μεγάλο αφεντικό, θέλεις. Στις μαυρούδες και τα μαυρούθκια που σου προσέχουν το γέρο ή την γριά σου. Που τους τρέχουν από πίσω μέρα και νύχτα, που τους καθαρίζουν που τα πισσιά τζιαι τα κακά τους, που τους υποστηρίζουν να περπατήσουν, που τους σηκώνουν άμα πέφτουν και ας είναι και βαριοί. Που κάθουνται στο θάλαμο του νοσοκομείου όταν εσύ τους έχεις ανάγκη και που βλέπουν όσα εσύ δεν θες ή δεν έχεις το κουράγιο να δεις. Στις μαυρούδες και τους μαύρους που παρ' όλ΄αυτά κλαιν μαζί σου άμαν κλαις και που λυπούνται στη λύπη σου.

Στα μαυρούθκια και στες μαυρούδες της Κύπρου που τους θωρούμε την Κυριακή στο πάρκο τζιαι λαλούμε ' δες πως έγινεν έτσι η Κύπρος'. Στα μαυρούθκια και στις μαυρούες της Κύπρου που τους λαλούμε μαύρους τζιαι μαύρες. Των οποίων δεν ξεχωρίζουμε τις ράτσες, τα ονόματα, τες φάτσες τους. Οι οποίοι για μας είναι δεδομένοι. Αφιερωμένο στους μαύρους και τις μαύρες που μας ανέχονται. Με την ευχή, όταν αυτοί κάποτε γίνουν οι λευκοί, όταν κάποτε γίνουν τα αφεντικά, οι δεσποτάδες, να θυμούνται τες μέρες τους στην Κύπρο για να γίνουν τζίνοι καλλίτεροι. Για να μάθουν το μάθημα που οι Κυπραίοι δεν έμαθαν ποτέ: πως δηλαδή στο τέλος τέλος της ημέρας είμαστε ούλλοι ίσοι.